- χαδούσα
- η, Ν1. χαδιάρα, γυναίκα που τής αρέσουν τα χάδια2. ναζού, καμωματού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάδι + κατάλ. θηλ. -ούσα (πρβλ. μακρυμαλλ-ούσα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαδούσα — η χαδιάρα γυναίκα, παιχνιδιάρα γυναίκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)